- ταβατούρι
- ταβατούρι, το και νταβατούρι, το(λ. τουρκ.), θόρυβος, σύγχυση, φασαρία: Δε σ' ακούω απ' το ταβατούρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταβατούρι — το, Ν βλ. νταβαντούρι … Dictionary of Greek
νταβαντούρι — και νταβατούρι και ταβατούρι, το 1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων 2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»] … Dictionary of Greek
tevatură — TEVATÚRĂ s.f. Zarvă, gălăgie, scandal. ♦ Bucluc, neplăcere. ♦ Tulburare, încăierare, răscoală, răzmeriţă. – Din tc. tevatür. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98 TEVATÚRĂ s. v. hărmălaie. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime … … Dicționar Român